- συστρεπτικός
- -ή, -όν, Α [συστρέφω](για το ψύχος) αυτός που έχει την ιδιότητα να πήζει κάτι («ψυχρὸν πάνυ, συστρεπτικόν», Ιπποκρ.).
Dictionary of Greek. 2013.
Dictionary of Greek. 2013.
συστρεπτικός — coagulative masc nom sg … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
συστρεπτικόν — συστρεπτικός coagulative masc acc sg συστρεπτικός coagulative neut nom/voc/acc sg … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
συστρεπτικῶς — συστρεπτικός coagulative adverbial … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)